-
1 οἴκοθεν
οἴκοθεν (1ϝοικ- P. 8.51
, Πα. 4. 32?, fr. 6b. a.) from home, at homeἉγησία δέξαιτο κῶμον οἴκοθεν οἴκαδ O. 6.99
φιάλαν δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ προπίνων οἴκοθεν οἴκαδε O. 7.4
“ τὸ δὲ οἴκοθεν ἀντία πράξει” at home he will fare adversely P. 8.51οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες. οἴκοθεν μάτευε N. 3.31
οὐδὲ Κρονίων ἀστεροπὰν ἐλελίξαις οἴκοθεν μαργομένους στείχειν ἐπώτρυν N. 9.19
] νδε τοι οἴκοθεν[ fr. 6b. a. τὸ δὲ οἴκοθεν ἄστυ one's home city Πα.. 32. θαμὰ γὰρ οἴκοθ[εν (supp. Snell) Δ. 4h. 11. met., Θήρων ἅπτεται οἴκοθεν Ἡρακλέος σταλᾶν (διὰ τῶν οἰκείων ἀρετῶν Σ.) O. 3.44 θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν, φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν (ἀρεταῖς, αἷς οἴκοθεν ἔχετε Σ.) N. 7.52ἀνορέαις δ' ἐσχάταισιν οἴκοθεν στάλαισιν ἅπτονθ Ἡρακλείαις I. 4.12
-
2 οἴκοθεν
οἴκοθεν, von Hause, aus der Wohnung, Il. 11, 632; aus der Heimath, Pind. oft, οἴκοϑεν οἴκαδε, aus einer Heimath in die andere, aus einer Familie in die andere, Ol. 6, 99. 7, 4; auch aus eigenem Vermögen, aus eigenen Mitteln, οἴκοϑεν ἄλλ' ἐπιϑεῖναι, Il. 7, 364, vgl. 23, 558; μάτευε, ganz allein, Pind. N. 3, 30; φεύγειν τοὺς οἴκοϑεν, Aesch. Suppl. 385; τίς σ' ἐπῆρεν οἴκοϑεν στόλος, Soph. O. C. 359; Eur. φάτιν τίν' οἴκοϑεν κλύουσα, Hel. 1191; οἴκοϑεν οὐκ ἔχω, Ar. Pax 514; οἴκοϑεν ἐκ Κλαζομενῶν, Plat. Parm. 126 a; οἴκοϑεν τὸν πολέμιον ἔχειν, im Innern, Soph. 252 c; aus eigenem Antriebe, Isae. 10, 17, vgl. Dem. 25, 2.
-
3 οἴκοθεν
A from one's house, from home,ὃ οἴ. ἦγ' ὁ γεραιός Il.11.632
;οἴ. ὥρμησαν Th.4.90
; οἴ. οἴκαδε from home to home, implying security and ease, Pi.O.6.99, cf. 7.4, Lib.Ep. 149 ;οἴ. ἐκ Κλαζομενῶν Pl.Prm. 126a
;δεῦρο οἴ. Id.Hp. Ma.282b
; εὐθὺς οἴ. ὑπάρχει παισὶν οὖσιν, i.e. from childhood, Arist. Pol. 1295b16 : freq. without any sense of motion, νόμοι οἱ οἴ., = οἱ πάτριοι, A.Supp. 390, cf. E.Ph. 294 (lyr.) ;οἱ οἴ. φίλοι Id.Med. 506
;τὰ οἴ.
domestic affairs,Id.
IA 1000 ;τὸ οἴ. Pi.P.8.51
;στρατηγοὺς εἵλοντο ἐκ τῶν οἴ. X.HG1.4.10
;οἴ. τὸν πολέμιον ἔχειν
at home, within,Pl.
Sph. 252c ; τὸ γένος οἴ., = οἰκογενής, of a slave, GDI2307.5 (Delph.).2 from one's household stores,πάντ' ἐθέλω δόμεναι καὶ οἴ. ἄλλ' ἐπιθεῖναι Il.7.364
;οἴ. ἄλλο Εὐμήλῳ ἐπιδοῦναι 23.558
; εἰ καί νύ κεν οἴ. ἄλλο μεῖζον ἐπαιτήσειας ib. 592 : metaph., τὸν νοῦν διδάσκαλον οἴ. ἔχουσα χρηστόν having in my own mind a wise teacher, E.Tr. 653 ; δεῖ μάντιν εἶναι, μὴ μαθοῦσαν οἴ. one must needs be externally inspired with the vision of truth, if one has not learned it by one's own intellect, Id.Med. 239 ; πόθεν ἂν λάβοιμι ῥῆμα.. ; οὐ γὰρ εἶχον οἴ. I have it not of my own, Ar. Pax 522, cf. Lys.4.7 ;θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν.. ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴ. Pi.N.7.51
; οἴ. μάτευε ib.3.31 : with a Subst., = οἰκεῖος, ἀρεταῖσιν οἴ., ἀνορέαις οἴ., by his own prowess, valour, Id.O.3.44, I.4(3).12.3 from one's own financial resources, at one's own expense (cf. ϝοίκω), PEleph.11.7 (iii B.C.), Wilcken Chr.176.17 (i A. D.), etc. ;τὰς πολιτείας οἴ. ἐνδόξως ἐκτελεῖν IG4.672
([place name] Nauplia), cf. 716 ([place name] Hermione) ;ἀγωνοθετεῖν Παναθηναίων οἴ. SIG869.7
(ii A. D.) ; παρεχέτω οἴ. τὸ θερμόλυχνον ib.1109.151 (ii A. D.).4 like ἀρχῆθεν, to begin with, originally, ψευδεῖς οἴ. δόξας ἔχοντες entertaining false notions to begin with, Aeschin.3.59, cf. 60 ; εἰς ὑπέρχρεων οὐσίαν καὶ οἴ. into an estate already overburdened with debt, Is.10.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἴκοθεν
-
4 ματεύω
1 seekοὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες· οἴκοθεν μάτευε N. 3.31
ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ὄχημα δαιδάλεον ματεύειν fr. 106. 7. c. inf.,μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι O. 5.24
μὴ μάτευε Ζεὺς γενέσθαι I. 5.14
-
5 ματεύω
ματεύω, = μαστεύω, suchen; ἐγγὺς ἀνήρ, οὐ δηϑὰ ματεύσομεν, Il. 14, 110; c. inf., streben, μὴ ματεύῃ ϑεὸς γενέσϑαι, Pind. Ol. 5, 24, wie I. 4, 26; οἴκοϑεν μάτευε, N. 3, 30; τινά, Aesch. Ch. 879 u. Ag. 1065, wo das Bild von spürenden Hunden gebraucht ist; μηδ' ἐξε τάσῃς πέρα ματεύων, Soph. O. C. 210 u. öfter; πόσιν σὸν στείχω ματεύσων, Eur. I. A. 854 u. öfter; χωρία ματεύσεις, Theocr. 21, 65.
-
6 λαμβάνω
a take upἀλλὰ Δωρίαν ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν O. 1.18
φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει P. 2.93
χρυσέαν χείρεσσι λαβὼν φιάλαν P. 4.193
λάμβανέ οἱ στέφανον, φέρε δ' εὔμαλλον μίτραν I. 5.62
λαβὼν δ' ἕν[α] φῶ[τ]α πεδά.ς[ (supp. Lobel: sc. Ἡρακλέης) fr. 169. 20. met., τερπνᾶς δ' ἐπεὶ χρυσοστεφάνοιο λάβεν καρπὸν Ἥβας. assumed O. 6.57 μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν win O. 8.6 ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες won O. 10.22 [οἴκοθεν μάτευε. ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαβες γλυκύ τι γαρυέμεν ( ἔλαχες Bergk e Σ.) N. 3.31]κατερεῖς, πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα Pae. 6.130
b fall upon, seize “ αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” P. 4.48ἔστι δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς, ὃς ἔλαβεν αἶψα, τηλόθε μεταμαιόμενος, δαφοινὸν ἄγραν ποσίν N. 3.81
met., ὁ μέγας δὲ κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει strikes O. 1.81 Ὑμέναιον, ὃν ἐν γάμοισι χροιζόμενον λτ;Μοῖραγτ; σύμπρωτον λάβεν whom Death? seized Θρ. 3. 8.c take (to mind)καὶ παλαισμάτων λάβε φροντίδ N. 10.22
τὰν Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ' ἑκαταβόλου συμβουλίαν λαβών fr. 2. 3. -
7 ματεύω
Aἐμάτευσα Pi.O.5.24
:—= μαστεύω, abs., seek, search, ἐγγὺς ἀνήρ, οὐ δηθὰ ματεύσομεν Il.l.c.;οἴκοθεν μάτευε Pi.N.3.31
, cf. S.OC 211 (lyr.).2 c. acc., seek for, search after, , cf. Ch. 219, S.Ph. 1210 (lyr.), Ichn.13, etc.;θάνατον εὑρέμεν μ. ἐλάφῳ Simon.30
(cj.).3 c. inf., seek, strive to do,μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι Pi.O.5.24
, cf. S.OT 1052.4 c. acc. loci, search, explore, ; ;τὰ χωρία Theoc.21.65
.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий